- μουτάση
- η(βιοχ.) ένζυμο ικανό να μεταφέρει μια ρίζα από ένα σημείο τού ίδιου μορίου σε ένα άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. mutase < mut- (< λατ. mutare «μεταβάλλω») + -ase (πρβλ. -άση)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.